Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος: Ανάμεσα στο φως και τη σκιά

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΚΙΑ

Votán Galeano

Στη Ρεαλιδάδ, Πλανήτης Γη.

Μάιος 2014

Συντρόφισσα, συντροφόισσα [1] , σύντροφε:

Καλό σας βράδυ, καλησπέρα, καλημέρα όποια κι αν είναι η γεωγραφία, ο χρόνος ή ο τρόπος σας.

Καλό ξημέρωμα.

Θα ήθελα να ζητήσω από τις συντρόφισσες, τους συντρόφους και τους συντροφόισσες της Έκτης που έρχονται από άλλα μέρη, και κυρίως από τα ελεύθερα μέσα, την υπομονή, την ανοχή και την κατανόησή σας για όσα πρόκειται να πω, γιατί αυτά θα είναι τα τελευταία λόγια που θα πω δημοσίως προτού πάψω να υπάρχω.

Απευθύνομαι σε σας και σε όσους μέσω εσάς μας ακούν και μας κοιτούν.

Ίσως στην αρχή ή κατά τη διάρκεια αυτού του λόγου, θα μεγαλώνει στην καρδιά σας η αίσθηση ότι κάτι είναι εκτός θέματος, ότι κάτι δεν κολλάει, σαν να σας λείπουν ένα ή περισσότερα κομμάτια του παζλ που βρίσκεται μπροστά σας. Σαν να λείπει ό,τι λείπει, έτσι κι αλλιώς.

Ίσως μετά από μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες να καταλάβετε ό,τι σας λέμε τώρα.

Δεν με ανησυχούν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοί μου απ’ όλες τις βαθμίδες του EZLN, γιατί αυτός είναι ο δικός μας τρόπος εδώ: βαδίζουμε, αγωνιζόμαστε, ξέροντας πάντα ότι πάντα λείπει ό,τι λείπει.

Εκτός αυτού, κι ελπίζω να μην προσβληθεί κανείς, ο βαθμός εξυπνάδας των συντρόφων ζαπατίστας είναι πολύ υψηλότερα του μέσου όρου.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα, είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι και περήφανοι που θα ανακοινώσουμε μπροστά στους συντρόφους, τις συντρόφισσες και τους συντροφόισσες της Έκτης τη συλλογική αυτή απόφασή μας.

Και είναι πολύ ωραίο, που αυτό το αρχιπέλαγος από πόνους, οργές και αξιοπρεπείς αγώνες που ονομάζουμε « Έκτη», όπου κι αν βρίσκεστε, θα ενημερωθεί γι’ αυτά που πρόκειται να σας πω, από τα ελεύθερα, εναλλακτικά, ανεξάρτητα μέσα.

Αν ενδιαφέρεται και κάποιος άλλος να μάθει τι συνέβη σήμερα, θα πρέπει να προσφύγει στα ελεύθερα μέσα για να ενημερωθεί.

Ξεκινάμε λοιπόν. Καλωσορίσατε στην ζαπατιστική πραγματικότητα.

1.- Μια δύσκολη απόφαση.

Όταν το 1994 εισβάλλαμε και διακόψαμε με αίμα και φωτιά, ο πόλεμος δεν ξεκινούσε τότε για μας τους/τις ζαπατίστας.

Τον πόλεμο από τα πάνω με το θάνατο και την καταστροφή, τη λεηλασία και την ταπείνωση, την εκμετάλλευση και τη σιωπή που επιβάλλονται στον ηττημένο, τον είχαμε γνωρίσει αιώνες πριν.

Αυτό που για εμάς ξεκίνησε το 1994 είναι μία από τις πολλές στιγμές του πολέμου των από κάτω ενάντια στους από πάνω, ενάντια στον κόσμο τους.

Αυτού του πολέμου αντίστασης που καθημερινά διεξάγεται σε κάθε γωνιά των 5 ηπείρων, στους δρόμους, στους κάμπους και στα βουνά τους.

Ήταν και είναι ο δικός μας πόλεμος, όπως και πολλών από τους από κάτω, για την ανθρωπότητα και ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό.

Ενάντια στο θάνατο, εμείς διεκδικούμε τη ζωή.

Ενάντια στη σιωπή, απαιτούμε το λόγο και το σεβασμό.

Ενάντια στη λήθη, τη μνήμη.

Ενάντια στην ταπείνωση και την απαξίωση, την αξιοπρέπεια.

Ενάντια στην καταπίεση, την εξέγερση.

Ενάντια στη σκλαβιά, την ελευθερία.

Ενάντια στην επιβολή, τη δημοκρατία.

Ενάντια στο έγκλημα, τη δικαιοσύνη.

Ποιος με λίγη ανθρωπιά στις φλέβες του θα μπορούσε ή μπορεί να αμφισβητήσει αυτά τα αιτήματα;

Και εκείνη την εποχή μας άκουσαν πολλοί.

Ο πόλεμος που ξεκινήσαμε μας έδωσε το προνόμιο να φτάσουμε σε αυτιά και καρδιές προσεκτικές και γενναιόδωρες, σε γεωγραφίες κοντινές και απομακρυσμένες.

Έλειπε ό,τι έλειπε και λείπει ό,τι λείπει αλλά τότε καταφέραμε να προσελκύσουμε το βλέμμα, το αυτί και την καρδιά του άλλου.

Βρεθήκαμε τότε στην ανάγκη να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα αποφασιστικής σημασίας:

«Και μετά, τι;»

Στους θλιβερούς υπολογισμούς της παραμονής δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να θέσουμε κάποιο ερώτημα. Κι έτσι, αυτό μας οδήγησε και σε άλλα:

Να προετοιμάσουμε όσους έρθουν μετά από εμάς για το δρόμο του θανάτου;

Να εκπαιδεύσουμε περισσότερους και καλύτερους στρατιώτες;

Να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στη βελτίωση του στραπατσαρισμένου πολεμικού εξοπλισμού μας;

Να προσποιηθούμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να προχωρήσουμε σε διάλογο και σε ειρήνευση, αλλά να συνεχίσουμε να προετοιμάζουμε νέα χτυπήματα;

Με μοναδική μοίρα να σκοτώνουμε ή να πεθαίνουμε;

Ή έπρεπε να ξαναχτίσουμε το δρόμο της ζωής, αυτό που είχαν καταστρέψει και συνεχίζουν να καταστρέφουν οι από πάνω;

Το δρόμο όχι μόνο των αυτοχθόνων λαών αλλά και των εργαζομένων, των φοιτητών, των δασκάλων, των νέων, των αγροτών και όλων αυτών των διαφορετικοτήτων που από τα πάνω υμνούνται, ενώ από τα κάτω διώκονται και τιμωρούνται.

Έπρεπε να χαράξουμε με το αίμα μας το δρόμο που άλλοι οδηγούν προς την Εξουσία ή να στρέψουμε την καρδιά και το βλέμμα μας σε αυτούς που είμαστε και σε όσους είναι σαν εμάς, δηλαδή τους αυτόχθονες λαούς, τους φρουρούς της γης και της μνήμης;

Κανείς δεν το άκουσε τότε, αλλά ήδη στα πρώτα ψελλίσματά που ήταν οι λόγοι μας τονίζαμε ότι το δίλημμα μας δεν ήταν ανάμεσα στη διαπραγμάτευση και στον πόλεμο, αλλά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Όποιος είχε παρατηρήσει τότε ότι αυτό το πρώιμο δίλημμα δεν ήταν ατομικό, ίσως να αντιλήφθηκε καλύτερα όλα όσα συνέβησαν στην ζαπατιστική πραγματικότητα των τελευταίων 20 ετών.

Αλλά σας έλεγα ότι πέσαμε πάνω σε εκείνο το ερώτημα και εκείνο το δίλημμα.

Και επιλέξαμε.

Και αντί να αφοσιωθούμε στην εκπαίδευση ανταρτών, στρατιωτών και διμοιριών, προετοιμάσαμε λειτουργούς της εκπαίδευσης, της υγείας και χτίσαμε τις βάσεις της αυτονομίας που σήμερα εντυπωσιάζει τον κόσμο.

Αντί να φτιάξουμε στρατόπεδα, να βελτιώσουμε τον οπλισμό μας, να ορθώσουμε τείχη και χαρακώματα, κατασκευάστηκαν σχολεία, νοσοκομεία και κέντρα υγείας και βελτιώσαμε τις συνθήκες της ζωής μας.

Αντί να αγωνιστούμε για να καταλάβουμε ένα χώρο στον Παρθενώνα των εξατομικευμένων θανάτων των από κάτω, επιλέξαμε να χτίσουμε τη ζωή.

Κι αυτά εν μέσω ενός πολέμου που, αν και υπόκωφος, δεν ήταν λιγότερο θανατηφόρος.

Γιατί, σύντροφοι, άλλο πράγμα είναι να φωνάζεις «δεν είστε μόνοι» και άλλο να αντιμετωπίζεις μόνος με το σώμα σου μια φάλαγγα τεθωρακισμένων των ομοσπονδιακών στρατευμάτων, όπως έγινε στην περιφέρεια των Υψιπέδων (Altos) της Τσιάπας και αν είσαι τυχερός, ίσως κάποιος το αντιληφθεί και αν είσαι λίγο πιο τυχερός, να εξοργιστεί και με λίγη ακόμα τύχη, να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Στο μεταξύ, τα τανκς αναχαιτίστηκαν από τις γυναίκες ζαπατίστας, οι οποίες με βρισιές και πέτρες, ελλείψει πυρομαχικών, ανάγκασαν το ατσάλινο φίδι να υποχωρήσει.

Στη βόρεια περιφέρεια της Τσιάπας, γνώρισαν στο πετσί τους τη γέννηση και την ανάπτυξη των λευκών φρουρών που τότε είχαν ανακυκλωθεί σε παραστρατιωτικούς, στην περιφέρεια Tzotz Choj, τις συνεχείς επιθέσεις αγροτικών οργανώσεων, που τη λέξη «ανεξάρτητες» την αφαιρούν ακόμα και από την ονομασία τους και στην περιφέρεια Selva Tzeltal, το συνδυασμό παραστρατιωτικών και αντιζαπατίστας.

Και άλλο πράγμα είναι να φωνάζει κανείς «είμαστε όλοι Μάρκος» ή «δεν είμαστε όλοι Μάρκος», ανάλογα την περίσταση, και άλλο η καταδίωξη με όλο τον πολεμικό μηχανισμό, η εισβολή σε κοινότητες, το «χτένισμα» των βουνών, η χρήση εκπαιδευμένων σκύλων, οι έλικες των εξοπλισμένων ελικοπτέρων να ξυρίζουν τις κορυφές των δέντρων ceiba, το «ζωντανός ή νεκρός» που γεννήθηκε τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1994 και έφτασε στον πιο υστερικό του βαθμό το 1995 και όλη την υπόλοιπη εξαετία του νυν υπαλλήλου πολυεθνικής[2] , καταστάσεις που αυτή η περιφέρεια, Selva Fronteriza, υφίσταται από το 1995 και στις οποίες έρχεται να προστεθεί μια σειρά επιθέσεων από οργανώσεις αγροτών, η χρησιμοποίηση παραστρατιωτικών, η στρατιωτικοποίηση, οι διώξεις.

Αν υπάρχει κάποιος μύθος σε όλο αυτό δεν είναι η κουκούλα, αλλά το ψέμα που από τότε επαναλαμβάνεται συνεχώς, ακόμα και από άτομα με υψηλή μόρφωση, ότι ο πόλεμος ενάντια στους ζαπατίστας διήρκεσε μόνο 12 μέρες.

Δεν πρόκειται να παραθέσω λεπτομέρειες. Καθένας με ελάχιστη κριτική σκέψη και σοβαρότητα μπορεί να ανασυνθέσει την ιστορία και, κάνοντας τις προσθαφαιρέσεις για να βγάλει το λογαριασμό, να πει αν ήταν ή είναι περισσότεροι οι ρεπόρτερ από τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες, αν ήταν περισσότερες οι κολακείες από τις απειλές και τις προσβολές, αν το ποσό της επικήρυξης ήταν για να δουν την κουκούλα ή για να τον συλλάβουν «ζωντανό ή νεκρό».

Υπό αυτές τις συνθήκες προχώρησε το χτίσιμο, ανολοκλήρωτο ακόμα αλλά ξεκάθαρο, αυτού που είμαστε, άλλοτε μόνο με τις δικές μας δυνάμεις κι άλλοτε έχοντας τη γενναιόδωρη και χωρίς προϋποθέσεις στήριξη καλών ανθρώπων από όλο τον κόσμο,.

Δεν είναι λοιπόν απλά μια φράση καίρια ή ατυχής, ανάλογα με το αν κοιτάζει κανείς από τα πάνω ή από τα κάτω, αυτή που λέει «εδώ είμαστε οι παντοτινοί νεκροί, που πεθαίνουμε ξανά αλλά αυτή τη φορά για να ζήσουμε». Είναι η πραγματικότητα.

Και σχεδόν 20 χρόνια μετά…

Στις 21 Δεκεμβρίου 2012, όταν συνέπιπταν η πολιτική και ο εσωτερισμός, όπως και άλλες φορές, προαναγγέλλοντας καταστροφές που είναι πάντα για τους ίδιους, τους από κάτω, επαναλάβαμε τον αιφνιδιασμό της 1ης Γενάρη του 1994 και χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, χωρίς όπλα, μόνο με τη σιωπή μας, γονατίσαμε την έπαρση των πόλεων λίκνο και φωλιά του ρατσισμού και της απαξίωσης.

Αν την 1η Γενάρη του 1994 χιλιάδες άντρες και γυναίκες χωρίς πρόσωπα επιτέθηκαν και νίκησαν τις φρουρές που προστάτευαν τις πόλεις, στις 21 Δεκεμβρίου 2012 ήταν δεκάδες χιλιάδες αυτοί που κατέλαβαν σιωπηλοί τα κτίρια στα οποία πανηγύριζαν την εξαφάνισή μας.

Και μόνο το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο EZLN όχι μόνο δεν είχε αποδυναμωθεί, πόσο μάλλον εξαφανισθεί, αλλά ότι είχε μεγαλώσει ποσοτικά και ποιοτικά, θα αρκούσε για οποιοδήποτε μυαλό με μέτρια νοημοσύνη να καταλάβει ότι σε αυτά τα 20 χρόνια κάτι είχε αλλάξει στο εσωτερικό του EZLN και στις κοινότητες.

Ίσως αρκετοί να σκέφτεστε ότι κάναμε λάθος στην επιλογή μας, ότι δηλαδή ένας στρατός δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσπαθεί για την ειρήνη.

Πολλοί είναι οι λόγοι, βέβαια, αλλά ο κύριος είναι και ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξαφανιζόμασταν.

Ίσως είναι σωστό. Ίσως πάλι κάναμε λάθος που επιλέξαμε να καλλιεργήσουμε τη ζωή αντί να λατρέψουμε το θάνατο.

Διαλέξαμε, όμως, χωρίς να ακούμε τους απέξω. Ή τουλάχιστον, όχι αυτούς που πάντα ζητούν και απαιτούν τη μάχη μέχρι θανάτου, αρκεί τους νεκρούς να τους βάζουν οι άλλοι..

Επιλέξαμε να κοιτάμε και να ακούμε μέσα μας ως συλλογικός Votán[3] που είμαστε.

Επιλέξαμε την εξέγερση, δηλαδή τη ζωή.

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ξέραμε ότι ο πόλεμος των από πάνω θα προσπαθούσε και προσπαθεί να μας επιβάλλει ξανά την κυριαρχία του.

Ξέραμε και ξέρουμε ότι θα συνεχίσει να υπάρχει θάνατος, για να υπάρξει ζωή.

Ξέραμε και ξέρουμε ότι πεθαίνουμε, για να ζήσουμε.

2.- Αποτυχία;

Λένε εκεί πέρα ότι δεν έχουμε επιτύχει τίποτε για μας.

Δεν παύει να μας εκπλήσσει το ότι αναπαράγουν με τόση άνεση αυτή τη θέση.

Πιστεύουν ότι τα παιδιά των διοικητών και διοικητριών θα έπρεπε να απολαμβάνουν ταξίδια στο εξωτερικό, σπουδές σε ιδιωτικά σχολεία και αργότερα υψηλές θέσεις σε κάποια επιχείρηση ή στην πολιτική. Ότι αντί να κερδίζουν την τροφή με ιδρώτα και προσπάθεια δουλεύοντας τη γη, θα έπρεπε να διαπρέπουν στα κοινωνικά δίκτυα, να διασκεδάζουν στα μπαρ και να επιδεικνύουν πολυτέλεια.

Ίσως οι υποδιοικητές θα έπρεπε να τεκνοποιούν και να κληροδοτούν στους απογόνους τους θέσεις, αμοιβές, εξέδρες, όπως κάνουν οι πολιτικοί όλου του φάσματος.

Ίσως θα έπρεπε να δεχόμαστε προνόμια, προγράμματα και οικονομική στήριξη, να κρατάμε τη μερίδα του λέοντος για τον εαυτό μας και να αφήνουμε στις βάσεις μας κάποια ψίχουλα, με αντάλλαγμα την εκτέλεση των εγκληματικών διαταγών που έρχονται από πάνω, όπως κάνουν οι ηγέτες της CIOAC-H.

Είναι αλήθεια, δεν έχουμε πετύχει τίποτε απ’ όλα αυτά για μας.

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι, 20 χρόνια μετά, εκείνο το «τίποτε για μας» αποδεικνύεται πως δεν ήταν απλώς ένα σύνθημα, μια όμορφη φράση για αφίσες και τραγούδια, αλλά μια πραγματικότητα, η πραγματικότητα.

Αν η συνέπεια είναι αποτυχία, τότε η ασυνέπεια είναι ο δρόμος για την επιτυχία, η πορεία προς την Εξουσία.

Αλλά εμείς δεν θέλουμε να πάμε προς τα εκεί.

Δεν μας ενδιαφέρει.

Σε αυτές τις παραμέτρους προτιμάμε να αποτύχουμε παρά να θριαμβεύσουμε.

3.- Η αλλαγή φρουράς.

Αυτά τα 20 χρόνια υπήρξε μια πολλαπλή και σύνθετη αλλαγή στον EZLN.

Μερικοί παρατήρησαν μόνο το προφανές: την αλλαγή των γενεών.

Στον αγώνα και τη διεύθυνση της αντίστασης βρίσκονται πλέον όσοι είτε ήταν παιδιά είτε δεν είχαν γεννηθεί στο ξεκίνημα της εξέγερσης.

Αλλά κάποιοι πιο μελετηροί δεν αντιλήφθηκαν κάποιες άλλες αλλαγές:

Την αλλαγή της τάξης: από εκείνους που προέρχονταν από την πεφωτισμένη μεσαία τάξη στον ιθαγενή αγρότη.

Την αλλαγή της φυλής: από την διοίκηση των μιγάδων στην καθαρά ιθαγενική διεύθυνση.

Και την πιο σημαντική: την αλλαγή στη σκέψη: από την επαναστατική πρωτοπορία στο «διοικούμε υπακούοντας», από την κατάληψη της Εξουσίας των από πάνω στη δημιουργία της εξουσίας των από κάτω, από την πολιτική των επαγγελματιών στην πολιτική της καθημερινότητας, από τους ηγέτες στους λαούς, από την περιθωριοποίηση του φύλου στην άμεση συμμετοχή των γυναικών, από τον χλευασμό του διαφορετικού στο εγκώμιο της διαφορετικότητας.

Δε θα επεκταθώ σχετικά, γιατί ακριβώς τα μαθήματα «Η ελευθερία σύμφωνα με τους/τις ζαπατίστας» έδωσαν την ευκαιρία να διαπιστώσετε αν στο οργανωμένο έδαφος έχει μεγαλύτερη αξία η προσωπικότητα από την κοινότητα.

Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω γιατί σκεπτόμενοι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι την ιστορία τη δημιουργούν οι λαοί τρομάζουν τόσο πολύ από την ύπαρξη μιας διακυβέρνησης από το λαό, στην οποία πουθενά δεν εμφανίζονται οι «ειδικοί».

Γιατί τους προκαλεί τόσο τρόμο το γεγονός ότι οι λαοί είναι αυτοί που διοικούν και καθοδηγούν οι ίδιοι τα βήματα τους;

Γιατί κουνούν το κεφάλι με αποδοκιμασία μπροστά στο «διοικούμε υπακούοντας»;

Η λατρεία του ατομικισμού βρίσκει στη λατρεία της πρωτοπορίας το πιο φανατικό της άκρο.

Και αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι διοικούν οι ιθαγενείς και ότι τώρα ένας ιθαγενής βρίσκεται στη διοίκηση και είναι ο εκπρόσωπος του EZLN τους πανικοβάλλει, τους απομακρύνει και τελικά σπεύδουν να αναζητήσουν κάποιον που έχει ανάγκη από πρωτοπορίες, αρχηγούς και ηγέτες. Γιατί υπάρχει ρατσισμός και στην αριστερά και κυρίως σε αυτή που θεωρείται επαναστατική.

Ο EZLN (ezetaelene) δεν είναι τέτοιου τύπου. Γι’ αυτό και δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να γίνει ζαπατίστας.

4.- Ένα ολόγραμμα που πλάθεται και μεταβάλλεται. Αυτό που δεν θα υπάρχει πια.

Πριν το χάραμα του 1994 είχα περάσει 10 χρόνια σε αυτά τα βουνά. Γνώρισα και είχα προσωπικές σχέσεις με κάποιους, με το θάνατο των οποίων πεθάναμε και εμείς. Γνωρίζω και έχω προσωπικές σχέσεις από τότε και με άλλους κι άλλες περισσότερους που τώρα βρίσκονται εδώ μαζί μας.

Πολλά ξημερώματα έβρισκα τον εαυτό μου να προσπαθεί να χωνέψει τις ιστορίες που μου αφηγούνταν, τους κόσμους που ζωγράφιζαν με τις σιωπές, τα χέρια και τα βλέμματά τους, την επιμονή τους να δείξουν κάτι παραπέρα.

Ήταν όνειρο εκείνος ο τόσο διαφορετικός, τόσο μακρινός, τόσο αταίριαστος κόσμος;

Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι βρίσκονταν πιο μπροστά, ότι τα λόγια που μας οδηγούσαν και μας οδηγούν έρχονταν από χρόνους όπου δεν υπήρχαν ημερολόγια, χαμένοι καθώς ήταν σε ασαφείς γεωγραφίες: πάντα ο αξιοπρεπής και πανταχού παρών σε όλα τα σημεία του ορίζοντα νότος.

Μετά κατάλαβα ότι δεν μου μιλούσαν για έναν κόσμο αόριστο και άρα απίθανο.

Εκείνος ο κόσμος ήδη προχωρούσε με το βήμα του.

Εσείς δεν τον είδατε; Δεν τον βλέπετε;

Δεν έχουμε εξαπατήσει κανέναν από τους από κάτω. Δεν κρύψαμε ότι είμαστε ένας στρατός, με την πυραμιδική του δομή, το κέντρο διοίκησης, τις αποφάσεις από τα πάνω προς τα κάτω. Δεν αρνούμαστε αυτό που είμαστε, για να γίνουμε αρεστοί στους ελευθεριακούς ή από μόδα.

Αλλά οποιοσδήποτε μπορεί να δει τώρα αν ο δικός μας είναι ένας στρατός που υποκαθιστά ή επιβάλλει.

Και πρέπει να πω κάτι για το οποίο έχω ήδη ζητήσει την άδεια του Εξεγερμένου Υποδιοικητή Μοϊσές για να το κάνω:

Τίποτε απ’ όλα όσα έχουμε καταφέρει, καλά ή κακά, δε θα ήταν δυνατά αν ένας ένοπλος στρατός, ο ζαπατιστικός της εθνικής απελευθέρωσης, δεν είχε εξεγερθεί εναντίον της κακής κυβέρνησης, ασκώντας το δικαίωμά του στην νόμιμη βία. Τη βία του από κάτω απέναντι στη βία του από πάνω.

Είμαστε πολεμιστές και ως τέτοιοι ξέρουμε ποιος είναι ο ρόλος και η στιγμή μας.

Το χάραμα της πρώτης μέρας του πρώτου μήνα του έτους 1994, ένας στρατός από γίγαντες, δηλαδή από εξεγερμένους ιθαγενείς κατέβηκε στις πόλεις για να συνταράξει τον κόσμο με το βήμα του.

Μόλις λίγες μέρες αργότερα και με το αίμα των νεκρών μας ακόμα νωπό στους δρόμους των πόλεων, συνειδητοποιήσαμε ότι οι έξω από μας δεν μας έβλεπαν.

Συνηθισμένοι να κοιτούν από τα πάνω τους ιθαγενείς, δεν σήκωναν το βλέμμα να μας κοιτάξουν.

Συνηθισμένοι να μας βλέπουν ταπεινωμένους, η καρδιά τους δεν καταλάβαινε την αξιοπρεπή εξέγερσή μας.

Το βλέμμα τους σταματούσε στον μοναδικό μιγά που έβλεπαν με κουκούλα, δηλαδή που δεν έβλεπαν.

Οι διοικητές και οι διοικήτριες μας είπαν τότε:

«Το μόνο που βλέπουν είναι το πόσο μικροί είναι, ας κάνουμε κάποιον τόσο μικρό όσο είναι εκείνοι, για να τον δουν και μέσω αυτού να δουν εμάς».

Άρχισε, έτσι, ένας σύνθετος ελιγμός αντιπερισπασμού, ένα φοβερό και καταπληκτικό μαγικό τρικ, ένα πονηρό παιχνίδι της ιθαγενικής καρδιάς που είμαστε, η ιθαγενική σοφία προκαλούσε τον εκσυγχρονισμό σε ένα από τα οχυρά του: τα μέσα επικοινωνίας.

Άρχισε, τότε, η κατασκευή της προσωπικότητας που ονομάστηκε «Μάρκος».

Σας ζητώ να με παρακολουθήσετε σε αυτό το συλλογισμό:

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει η δυνατότητα ενός διαφορετικού τρόπου εξουδετέρωσης ενός εγκληματία. Π.χ. κατασκευάζοντάς του ένα φονικό όπλο, κάνοντάς τον να πιστέψει πως είναι αποτελεσματικό, επιβάλλοντάς του να στήσει όλο του το σχέδιο με βάση αυτή την αποτελεσματικότητα, ώστε τη στιγμή που ετοιμάζεται να πυροβολήσει, το «όπλο» να μετατρέπεται ξανά σε αυτό που ήταν πάντα: μια αυταπάτη.

Ολόκληρο το σύστημα, αλλά κυρίως τα μέσα μαζικής ενημέρωσής του παίζουν κατασκευάζοντας διασημότητες, για να τις καταστρέψουν στη συνέχεια, αν δεν υποκύψουν στα σχέδιά τους.

Η εξουσία τους έγκειται (όχι πια, εκτοπίστηκαν από τα κοινωνικά δίκτυα) στο ότι αποφάσιζαν τι και ποιος υπήρχε, τη στιγμή που επέλεγαν τι θα ανέφεραν και τι θα αποσιωπούσαν.

Τέλος πάντων, μη μου δίνετε πολλή σημασία, όπως έχει αποδειχθεί αυτά τα 20 χρόνια, δεν ξέρω και τίποτε σχετικά με τα ΜΜΕ.

Το ζήτημα είναι ότι ο Sup Marcos από εκπρόσωπος έγινε αντιπερισπασμός.

Αν χρειάστηκαν 10 χρόνια για να πάρουμε το δρόμο του πολέμου, δηλαδή του θανάτου, πριν από 10 χρόνια για το δρόμο της ζωής χρειάστηκε περισσότερος χρόνος και προσπάθεια, για να μη μιλήσουμε για αίμα.

Γιατί, αν και δεν το πιστεύετε, είναι πιο εύκολο να πεθαίνεις παρά να ζεις.

Χρειαζόμασταν περισσότερο χρόνο για να γίνουμε και να βρούμε εκείνον που θα μας κοίταζε ως αυτό που είμαστε.

Χρειαζόμασταν χρόνο για να βρούμε αυτόν που θα μας κοιτούσε, όχι στρέφοντας το βλέμμα προς τα πάνω ή προς τα κάτω, αλλά κατά πρόσωπο, με βλέμμα συντροφικό.

Σας έλεγα ότι ξεκίνησε τότε η κατασκευή της προσωπικότητας.

Ο Μάρκος τη μια μέρα είχε γαλάζια μάτια, την άλλη πράσινα, καφέ, μελιά ή μαύρα, ανάλογα με το ποιος έπαιρνε τη συνέντευξη ή τραβούσε φωτογραφία. Έτσι ήταν αναπληρωματικός σε επαγγελματικές ποδοσφαιρικές ομάδες, υπάλληλος σε πολυκατάστημα, οδηγός, φιλόσοφος, κινηματογραφιστής και ό,τι άλλο μπορεί να βρείτε στα εμπορικά ΜΜΕ των διαφόρων γεωγραφιών και ημερολογίων. Υπήρχε ένας Μάρκος για κάθε περίσταση, δηλαδή για κάθε συνέντευξη. Και δεν ήταν εύκολο, πιστέψτε με, δεν υπήρχε το wikipedia τότε και αν έρχονταν από το Ισπανικό κράτος, έπρεπε να ανακαλύψουμε αν, για παράδειγμα, το corte inglés[4] ήταν τυπικό αγγλικό κουστούμι, μπακάλικο ή πολυκατάστημα.

Αν μου επιτρέπετε να ορίσω τον Μάρκος ως προσωπικότητα, θα έλεγα χωρίς να διστάσω ότι ήταν ένας αρλεκίνος.

Θα λέγαμε, για να καταλάβετε, ότι ο Μάρκος ήταν ένα Μη Ελεύθερο Μέσο (προσοχή: δεν είναι το ίδιο με το εμπορικό μέσο).

Στην κατασκευή και τη συντήρηση της προσωπικότητας κάναμε κάποια λάθη.

«Είναι ανθρώπινο να κάνεις λάθος[5] », είπε ο σιδεράς.

Τον πρώτο χρόνο εξαντλήσαμε, όπως θα λεγε κανείς, το ρεπερτόριο όλων των πιθανών «Μάρκος».

Έτσι, στις αρχές του 1995 αντιμετωπίζαμε δυσκολίες και τα χωριά έκαναν τα πρώτα τους βήματα.

Έτσι, το 1995 δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε. Έρχεται τότε λοιπόν ο Zedillo με τη βοήθεια του PAN[6] , για να «ανακαλύψει» τον Μάρκος με την ίδια επιστημονική μέθοδο που βρίσκει κανείς σκελετούς, δηλαδή από απόκρυφο καταδότη.

Η ιστορία του άντρα από το Tampico μας έδωσε αέρα, αν και η μετέπειτα απάτη του Paca de Lozano μας ανησύχησε ότι τα εμπορικά μέσα θα αμφισβητήσουν την «αποκάλυψη» του Μάρκος και θα ανακάλυπταν ότι επρόκειτο για μια ακόμα απάτη. Ευτυχώς, δεν έγινε έτσι. Τα ΜΜΕ συνέχισαν να χάφτουν ότι τους έλεγαν.

Λίγο καιρό αργότερα, ο άντρας από το Tampico[7] έφτασε σε αυτή τη γη. Εγώ και ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές μιλήσαμε μαζί του. Του προτείναμε τότε να εμφανιστούμε μαζί δημοσίως σε μια συνέντευξη τύπου, προκειμένου να απαλλαγεί από την καταδίωξη, αφού θα ήταν πλέον προφανές ότι ο Μάρκος και εκείνος δεν ήταν το ίδιο άτομο. Δε θέλησε. Ήρθε να ζήσει εδώ. Βγήκε κάποιες φορές και το πρόσωπό του μπορεί να το δει κανείς στις φωτογραφίες από την αγρύπνια της κηδείας των γονιών του. Αν θέλετε μπορείτε να του πάρετε συνέντευξη. Ζει σε μια κοινότητα, στο … Α! Δε θέλει να ξέρετε πού μένει ακριβώς. Δε θα πούμε τίποτε περισσότερο, έτσι ώστε αν το θελήσει κάποια μέρα, να μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία που έζησε από τις 9 Φεβρουαρίου 1995 και μετά. Από τη μεριά μας, δε μένει παρά να τον ευχαριστήσουμε για τις πληροφορίες που μας έδωσε και με τις οποίες κάθε τόσο τροφοδοτούμε τη «βεβαιότητα» ότι ο SupMarcos δεν είναι αυτό που είναι στην πραγματικότητα, δηλαδή ένας αρλεκίνος ή ένα ολόγραμμα, αλλά ένας πανεπιστημιακός καθηγητής, από το πολύπαθο πλέον Tamaulipas.

Στο μεταξύ, συνεχίζαμε να αναζητούμε, να σας αναζητούμε όλους/ες εσάς που τώρα βρίσκεστε εδώ και όσους/ες αν και δεν βρίσκονται εδώ, είναι εδώ.

Πήραμε αρκετές πρωτοβουλίες για να συναντήσουμε την άλλη, το άλλο, τον άλλο σύντροφο. Διαφορετικές πρωτοβουλίες, προσπαθώντας να βρούμε τη ματιά και το αυτί που χρειαζόμαστε και αξίζουμε.

Στο μεταξύ, η πρόοδος των κοινοτήτων συνεχιζόταν και η αλλαγή φρουράς για την οποία έχουν ειπωθεί πολλά ή λίγα και την οποία μπορείτε να διαπιστώσετε άμεσα, χωρίς μεσάζοντες.

Στην αναζήτηση του άλλου, αποτύχαμε πολλές φορές.

Εκείνοι που συναντούσαμε ήθελαν είτε να μας καθοδηγήσουν είτε να τους καθοδηγήσουμε.

Κάποιοι μας πλησίαζαν με την επιθυμία να μας χρησιμοποιήσουν ή για να ρίξουν το βλέμμα τους προς τα πίσω, με τη νοσταλγία, δηλαδή, είτε του ανθρωπολόγου είτε του στρατευμένου.

Έτσι για κάποιους ήμασταν κομμουνιστές, για άλλους τροτσκιστές, αναρχικοί, μαοϊκοί ή χιλιαστές, σας αφήνω εδώ διάφορα «-ιστές» για να βάλετε ό,τι γνωρίζετε.

Αυτό συνέβη μέχρι την Έκτη Διακήρυξη της ζούγκλας Λακαντόνα, την πιο τολμηρή και την πιο ζαπατιστική από όλες τις πρωτοβουλίες μας.

Με την Έκτη, επιτέλους, βρήκαμε αυτόν που κοιτά κατά πρόσωπο και μας χαιρετά και μας αγκαλιάζει και αυτό κάνουμε.

Με την Έκτη, επιτέλους, βρήκαμε εσάς.

Κάποιον που καταλάβαινε ότι δεν αναζητούσαμε ούτε βοσκούς για να μας καθοδηγήσουν ούτε κοπάδια για να τα οδηγήσουμε στην γη της επαγγελίας. Ούτε αφεντικά ούτε σκλάβους. Ούτε ηγέτες ούτε ανεγκέφαλες μάζες.

Αλλά έμενε να δούμε αν ήταν δυνατό να δείτε και να ακούσετε αυτό που είμαστε.

Στο εσωτερικό, η πρόοδος των λαών ήταν εντυπωσιακή.

Τότε, λοιπόν, ήρθαν τα μαθήματα «Η Ελευθερία σύμφωνα με τους/τις ζαπατίστας».

Σε αυτούς τους 3 κύκλους μαθημάτων, συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχε μια γενιά που μπορούσε να μας κοιτά κατά πρόσωπο, να μας ακούει και να μας μιλά χωρίς να περιμένει καθοδήγηση ή αρχηγούς, χωρίς να επιδιώκει ούτε να μας υποτάξει ούτε να μας ακολουθήσει.

Η προσωπικότητα Μάρκος δεν ήταν πλέον απαραίτητη.

Η νέα φάση στο ζαπατιστικό αγώνα ήταν έτοιμη.

Συνέβη ό,τι συνέβη και πολλοί και πολλές από σας, συντρόφισσες και σύντροφοι της Έκτης, το γνωρίζετε με άμεσο τρόπο.

Ίσως, αργότερα, να πείτε ότι όλο αυτό με την προσωπικότητα ήταν ανώφελο. Αλλά μια έντιμη ανασκόπηση εκείνων των ημερών μπορεί να αποκαλύψει πόσες και πόσοι έστρεψαν το βλέμμα τους σε μας με ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, λόγω των παραμορφώσεων ενός αρλεκίνου.

Συνεπώς, η αλλαγή στη διοίκηση δε γίνεται λόγω ασθένειας ή θανάτου ούτε λόγω μετακίνησης, κάθαρσης ή εκκαθαρίσεων στο εσωτερικό.

Γίνεται λογικά σύμφωνα με τις εσωτερικές αλλαγές που έχει πραγματοποιήσει ή πραγματοποιεί ο EZLN.

Ξέρω ότι αυτό δεν ταιριάζει με τα τετραγωνισμένα σχήματα που ισχύουν στους διάφορους από τα πάνω, αλλά αυτό, αλήθεια, δεν μας απασχολεί.

Και αν αυτό καταστρέφει τη νωθρή και φτωχή κατασκευή των φημολόγων και ζαπατολόγων της Jovel[8] , τι να κάνουμε.

Ούτε είμαι ούτε υπήρξα άρρωστος, ούτε είμαι ούτε έχω υπάρξει νεκρός.

Ναι, αν και πολλές φορές με σκότωσαν, αν και έχω πεθάνει άλλες τόσες, είμαι πάλι εδώ.

Αν ενθαρρύναμε όλες αυτές τις φήμες, είναι γιατί έτσι βόλευε.

Το τελευταίο μεγάλο κόλπο του ολογράμματος ήταν η προσποίηση μιας θανατηφόρας ασθένειας, καθώς και όλων των θανάτων που έχω υποστεί.

Βέβαια, αυτό το «αν η υγειά του το επιτρέπει», που χρησιμοποίησε ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές στην ανακοίνωση που βγήκε για τη συνάντηση με το Εθνικό Ιθαγενικό Κογκρέσο, ισοδυναμούσε με το «αν το ζητήσει ο λαός» ή «αν οι δημοσκοπήσεις με ευνοούν» ή «αν μου δίνει την άδεια ο θεός» ή άλλες κοινότοπες τετριμμένες φράσεις, που χρησιμοποιεί η πολιτική τάξη το τελευταίο διάστημα.

Επιτρέψτε μου μια συμβουλή: θα έπρεπε να καλλιεργήσετε λίγο την αίσθηση του χιούμορ, όχι μόνο γιατί βοηθά στην πνευματική και σωματική υγεία, αλλά και γιατί χωρίς αίσθηση του χιούμορ δε θα καταλάβετε το ζαπατισμό. Και όποιος δεν καταλαβαίνει δικάζει και όποιος δικάζει καταδικάζει.

Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το πιο απλό κομμάτι της προσωπικότητας. Για να τροφοδοτήσουμε τη φήμη, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να πούμε σε κάποια συγκεκριμένα άτομα: «θα σου πω ένα μυστικό αλλά να μου υποσχεθείς πως δε θα το πεις σε κανέναν».

Και φυσικά, το έλεγαν.

Οι κύριοι ακούσιοι συνεργάτες της φήμης της ασθένειας και του θανάτου ήταν οι «ειδικοί στη ζαπατιστολογία», που στην υπεροπτική Jovel και τη χαοτική Πόλη του Μεξικού κομπάζουν για την εγγύτητά τους στο ζαπατισμό και τη βαθιά γνώση που έχουν για το ζήτημα, πέραν βέβαια των αστυνομικών που πληρώνονται ως δημοσιογράφοι και των δημοσιογράφων που χρεώνουν ως αστυνομικοί και των δημοσιογράφων που απλά πληρώνονται, και άσχημα, ως δημοσιογράφοι.

Τους ευχαριστώ όλους και όλες. Ευχαριστώ για τη διακριτικότητά τους. Έκαναν ακριβώς αυτά που υποθέταμε πως θα κάνουν. Το μόνο κακό σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι αμφιβάλλω αν κανείς πλέον θα τους εμπιστευτεί κάποιο μυστικό.

Πεποίθηση και πρακτική μας είναι ότι για να εξεγερθούμε και να αγωνιστούμε δεν χρειαζόμαστε ούτε ηγέτες ούτε αρχηγούς, ούτε μεσσίες ούτε σωτήρες. Για να αγωνιστούμε, το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη αιδώς, λίγη ακόμα αξιοπρέπεια και πολλή οργάνωση.

Τα υπόλοιπα είτε ωφελούν το συλλογικό είτε όχι.

Ήταν ιδιαιτέρως κωμικό αυτό που προκάλεσε στους πολιτικολόγους και αναλυτές από τα πάνω η λατρεία στο άτομο. Χθες έλεγαν ότι το μέλλον αυτού του μεξικανικού λαού εξαρτάται από τη συμμαχία δύο προσωπικοτήτων. Προχθές έλεγαν ότι ο Peña Nieto ανεξαρτητοποιούνταν από τον Salinas de Gortari[9] , χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ασκώντας κριτική στον Peña Nieto, τάσσονταν αυτόματα στο πλευρό του Salinas de Gortari. Και αντίστροφα, ασκώντας κριτική σε αυτό τον τελευταίο, υποστήριζαν αυτομάτως τον Peña Nieto[10] . Τώρα λένε πως πρέπει να επιλέξουν μια από τις συμμορίες των από πάνω που αγωνίζονται για τον έλεγχο των τηλεπικοινωνιών, έτσι, είσαι ή με τον Slim[11] ή με τους Azcárraga[12] και Salinas. Ή ακόμα περισσότερο, ή με τον Obama ή με τον Putin.

Όσοι στρέφουν τις επιθυμίες και το βλέμμα τους προς τα πάνω μπορούν να συνεχίσουν να αναζητούν τον ηγέτη τους. Μπορούν να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι αυτή τη φορά θα γίνουν σεβαστά τα εκλογικά αποτελέσματα. Ότι τώρα ο Slim θα στηρίξει την αριστερή εκλογική επιλογή. Ότι θα εμφανιστούν πλέον οι δράκοι και οι μάχες στο Game of Thrones και ότι στην τηλεοπτική σειρά The Walking Dead, όντως ο Kirkman θα μείνει πιστός στο πρωτότυπο κόμικ. Ότι πια τα εργαλεία που φτιάχνονται στην Κίνα δε θα σπάνε με την πρώτη χρήση και ότι το ποδόσφαιρο θα γίνει άθλημα και όχι επιχείρηση.

Και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να τα καταφέρουν, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλοι αυτοί είναι απλοί θεατές, δηλαδή, παθητικοί καταναλωτές.

Όσοι αγάπησαν ή μίσησαν τον SupMarcos ξέρουν τώρα ότι μίσησαν και αγάπησαν ένα ολόγραμμα. Οι αγάπες και τα μίση τους, λοιπόν, αποδείχθηκαν άχρηστα, στείρα, κενά και κούφια.

Δεν θα υπάρξει, λοιπόν, σπίτι-μουσείο ή μεταλλικές πλακέτες στο μέρος που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ούτε θα ζει ή έχει ζήσει αυτός που κάποτε υπήρξε ο Υποδιοικητής Μάρκος. Ούτε θα κληροδοτηθεί το όνομα και η θέση του. Δε θα υπάρξουν ταξίδια στο εξωτερικό με όλα τα έξοδα πληρωμένα για να δίνει διαλέξεις. Δε θα υπάρξει μετακίνηση ούτε περίθαλψη σε πολυτελή νοσοκομεία. Δε θα υπάρξουν χήρες ή κληρονόμοι. Δε θα υπάρξει κηδεία, τιμές, αγάλματα, μουσεία, βραβεία ούτε τίποτε απ’ όσα κάνει το σύστημα για να προωθήσει τη λατρεία στο άτομο και να υποτιμήσει το συλλογικό.

Η προσωπικότητα δημιουργήθηκε από τους ζαπατίστας και τις ζαπατίστας, και τώρα οι δημιουργοί της την καταστρέφουμε.

Αν κάποιος αντιλαμβάνεται το μάθημα αυτό που δίνουν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοί μας, θα έχει καταλάβει ένα από τα θεμέλια του ζαπατισμού.

Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια συνέβη ό,τι συνέβη.

Είδαμε λοιπόν ότι ο αρλεκίνος, η προσωπικότητα, το ολόγραμμα τέλος πάντων, δεν ήταν απαραίτητο.

Τα σχεδιάζαμε ξανά και ξανά, περιμέναμε συνεχώς την κατάλληλη στιγμή: το ακριβές ημερολόγιο και την ακριβή γεωγραφία, για να δείξουμε αυτό που πραγματικά είμαστε σε αυτούς που πραγματικά είναι.

Ήρθε τότε ο Γκαλεάνο με το θάνατό του, να μας δείξει τη γεωγραφία και το ημερολόγιο: «εδώ, στη Ρεαλιδάδ, τώρα, στον πόνο και την οργή».

5.- Ο πόνος και η οργή. Ψίθυροι και κραυγές.

Όταν φτάσαμε εδώ, στο καρακόλ στη Ρεαλιδάδ, χωρίς κανείς να μας το πει, αρχίσαμε να μιλάμε ψιθυριστά.

Σιγανά μιλούσαν ο πόνος και η οργή μας.

Σα να προσπαθούσαμε να μην τρομάξει ο Γκαλεάνο από θορύβους και ήχους που του ήταν ξένοι.

Σα να τον καλούσαν οι φωνές και τα βήματά μας.

«Περίμενε σύντροφε» έλεγε η σιωπή μας.

«Μη φεύγεις» ψιθύριζαν τα λόγια μας.

Αλλά υπάρχουν κι άλλοι πόνοι και άλλες οργές.

Αυτή τη στιγμή, σε άλλες γωνιές του Μεξικού και του κόσμου, ένας άντρας, μια γυναίκα, ένας/μια άλλοση, ένα παιδί, ένας ηλικιωμένος, μια ηλικιωμένη, μια μνήμη, χτυπιέται βάναυσα, περικυκλώνεται από ένα αδηφάγο εγκληματικό σύστημα, ξυλοκοπείται, μαχαιρώνεται, πυροβολείται, δέχεται τη χαριστική βολή, σύρεται εν μέσω χλευασμών, εγκαταλείπεται, το σώμα του περισυλλέγεται και κηδεύεται, η ζωή του θάβεται.

Μερικά μόνο ονόματα:

Alexis Benhumea, δολοφονημένος στην Πολιτεία του Μεξικού.

Francisco Javier Cortés, δολοφονημένος στην Πολιτεία του Μεξικού.

Juan Vázquez Guzmán, δολοφονημένος στην Τσιάπας.

Juan Carlos Gómez Silvano, δολοφονημένος στην Τσιάπας.

Ο σύντροφος Kuy, δολοφονημένος στην Πόλη του Μεξικού.

Carlo Giuliani, δολοφονημένος στην Ιταλία.

Aléxis Grigoropoulos, δολοφονημένος στην Ελλάδα.

Wajih Wajdi al-Ramahi, δολοφονημένος σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στην πόλη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης. 14 ετών, δολοφονήθηκε από σφαίρα στην πλάτη, σε κάποιο από τα σημεία ελέγχου του ισραηλινού στρατού, χωρίς να υπάρχει πορεία, διαμαρτυρία ή τίποτε άλλο στους δρόμους.

Matías Valentín Catrileo Quezada, ιθαγενής μαπούτσε, δολοφονημένος στη Χιλή.

Teodulfo Torres Soriano, σύντροφος της Έκτης, εξαφανισμένος στην Πόλη του Μεξικού.

Guadalupe Jerónimo και Urbano Macías, μέλη της κοινότητας Cherán, δολοφονημένοι στο Μιτσοακάν.

Francisco de Asís Manuel, εξαφανισμένος στη Santa María Ostula.

Javier Martínes Robles, εξαφανισμένος στη Santa María Ostula.

Gerardo Vera Orcino, εξαφανισμένος στη Santa María Ostula.

Enrique Domínguez Macías, εξαφανισμένος στη Santa María Ostula.

Martín Santos Luna, εξαφανισμένος στη Santa María Ostula.

Pedro Leyva Domínguez, δολοφονημένος στη Santa María Ostula.

Diego Ramírez Domínguez, δολοφονημένος στη Santa María Ostula.

Trinidad de la Cruz Crisóstomo, δολοφονημένος στη Santa María Ostula.

Crisóforo Sánchez Reyes, δολοφονημένος στη Santa María Ostula.

Teódulo Santos Girón, εξαφανισμένος στη Santa María Ostula.

Longino Vicente Morales, εξαφανισμένος στο Γκερρέρο.

Víctor Ayala Tapia, εξαφανισμένος στο Γκερρέρο.

Jacinto López Díaz “El Jazi”, δολοφονημένος στην Πουέμπλα.

Bernardo Vázquez Sánchez, δολοφονημένος στην Οαχάκα.

Jorge Alexis Herrera, δολοφονημένος στο Γκερρέρο.

Gabriel Echeverría, δολοφονημένος στο Γκερρέρο.

Edmundo Reyes Amaya, δολοφονημένος στην Οαχάκα.

Gabriel Alberto Cruz Sánchez, εξαφανισμένος στην Οαχάκα.

Juan Francisco Sicilia Ortega, δολοφονημένος στο Μορέλος.

Ernesto Méndez Salinas, δολοφονημένος στο Μορέλος.

Alejandro Chao Barona, δολοφονημένος στο Μορέλος.

Sara Robledo, δολοφονημένη στο Μορέλος.

Juventina Villa Mojica, δολοφονημένη στο Γκερρέρο.

Reynaldo Santana Villa, δολοφονημένος στο Γκερρέρο.

Catarino Torres Pereda, δολοφονημένος στην Οαχάκα.

Bety Cariño, δολοφονημένη στην Οαχάκα.

Jyri Jaakkola, δολοφονημένος στην Οαχάκα.

Sandra Luz Hernández, δολοφονημένη στη Σιναλόα.

Marisela Escobedo Ortíz, δολοφονημένη στην Τσιουάουα.

Celedonio Monroy Prudencio, δολοφονημένος στο Χαλίσκο.

Nepomuceno Moreno Nuñez, δολοφονημένος στη Σονόρα.

Οι μετανάστες και οι μετανάστριες που εξαφανίζονται δια της βίας και πιθανόν έχουν δολοφονηθεί σε κάθε γωνιά του μεξικανικού εδάφους.

Οι κρατούμενοι που θέλουν να τους αποτελειώσουν ζωντανούς: ο Mumia Abu Jamal, ο Leonard Peltier, οι Mapuche, ο Mario González, ο Juan Carlos Flores.

Ο συνεχής ενταφιασμός των φωνών που ήταν ζωή, που φιμώνονται με το βάρος της γης που πέφτει πάνω τους και τον εγκλεισμό τους πίσω από τα κάγκελα.

Και ο μεγαλύτερος χλευασμός είναι ότι σε κάθε φτυαριά με χώμα που ρίχνει το κάθε τσιράκι, το σύστημα λέει: «δεν αξίζεις, δεν έχεις καμία σημασία, κανείς δε σε κλαίει, κανείς δεν εξοργίζεται με το θάνατό σου, κανείς δε ακολουθεί τα βήματά σου, κανείς δεν αναδεικνύει τη ζωή σου».

Και με την τελευταία φτυαριά αποφαίνεται: «ακόμα κι αν συλλάβουν και τιμωρήσουν εκείνους που σε σκότωσαμε, πάντα θα βρίσκω άλλον, άλλη, άλλους που θα σου στήσουν ξανά ενέδρα και θα επαναλάβουν τον μακάβριο χορό που έβαλε τέρμα στη ζωή σου».

Και λέει «δεν με τρομάζει, δεν με βλάπτει, δεν με τιμωρεί η μικρή, μικροσκοπική σου δικαιοσύνη, κατασκευασμένη για να προσποιούνται και να αποκτούν λίγη ηρεμία τα εμπορικά ΜΜΕ και να χαλιναγωγήσει το χάος που έρχεται κατά πάνω τους».

Τι λέμε σε κάθε πτώμα που θάβεται στη λήθη, σε κάθε γωνιά του κόσμου των από κάτω;

Ότι μόνο ο πόνος και η οργή μας μετρούν;

Ότι μόνο ο θυμός μας έχει σημασία;

Ότι όσο εμείς λέμε ψιθυριστά την ιστορία μας, δεν ακούμε την κραυγή και το ουρλιαχτό του;

Έχει τόσα πολλά ονόματα η αδικία και είναι τόσο πολλές οι κραυγές που προκαλεί.

Αλλά ο δικός μας πόνος και οργή δεν μας εμποδίζουν να ακούσουμε.

Και οι ψίθυροί μας δεν είναι μόνο ο θρήνος για τους νεκρούς μας που έπεσαν άδικα.

Είναι για να μπορέσουμε να ακούσουμε και άλλους πόνους, να δημιουργήσουμε τις άλλες οργές μας και να συνεχίσουμε έτσι τον περίπλοκο, μακρύ και γεμάτο στροφές δρόμο, που θα δημιουργήσει από όλο αυτό ένα ουρλιαχτό που θα μετασχηματιστεί σε απελευθερωτικό αγώνα.

Και μην ξεχνάμε ότι, όταν κάποιος ψιθυρίζει, κάποιος άλλος κραυγάζει.

Και μόνο το προσεκτικό αυτί μπορεί να ακούσει.

Όσο εμείς τώρα μιλάμε και ακούμε, κάποιος άλλος κραυγάζει από πόνο και οργή.

Και έτσι όπως πρέπει να μάθουμε να οδηγούμε το βλέμμα, πρέπει και αυτό που ακούμε να βρει το δρόμο για να γίνει γόνιμο.

Γιατί όσο κάποιος αναπαύεται, κάποιος άλλος συνεχίζει την ανηφόρα.

Για να δούμε αυτή την προσπάθεια, φτάνει μόνο να χαμηλώσουμε το βλέμμα και να υψώσουμε την καρδιά.

Μπορείτε;

Θα μπορέσετε;

Η μικρή δικαιοσύνη μοιάζει τόσο με την εκδίκηση. Η μικρή δικαιοσύνη είναι αυτή που μοιράζει ατιμωρησία, γιατί τιμωρώντας έναν, απαλλάσσει άλλους.

Η δικαιοσύνη που επιθυμούμε και για την οποία αγωνιζόμαστε εμείς δεν εξαντλείται στο να βρούμε τους δολοφόνους του συντρόφου Γκαλεάνο και να φροντίσουμε να τιμωρηθούν (και μην αμφιβάλλετε ότι αυτό θα γίνει).

Η υπομονετική και επίμονη αναζήτηση ψάχνει την αλήθεια, όχι την ανακούφιση της παραίτησης.

Η μεγάλη δικαιοσύνη σχετίζεται με το θαμμένο σύντροφο Γκαλεάνο.

Γιατί το ερώτημα που μπαίνει σε μας είναι όχι τι κάνουμε με το θάνατό του, αλλά τι πρέπει να κάνουμε με τη ζωή του.

Συγχωρήστε με αν υπεισέρχομαι στο ελώδες έδαφος των κοινοτοπιών, αλλά αυτός ο σύντροφος δεν άξιζε να πεθάνει, όχι έτσι.

Όλη του η προσπάθεια, οι καθημερινές του θυσίες, συνεπείς και αόρατες για κάποιον διαφορετικό από εμάς, ήταν για τη ζωή.

Και μπορώ να σας πω ότι πραγματικά ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, και το καταπληκτικό είναι ότι υπάρχουν χιλιάδες συντρόφισσες και σύντροφοι σαν αυτόν στις ιθαγενικές ζαπατιστικές κοινότητες, με το ίδιο πείσμα, την ίδια δέσμευση και ευθύτητα και ένα μοναδικό προορισμό: την ελευθερία.

Και κάνοντας κάποιους μακάβριους υπολογισμούς: αν σε κάποιον αξίζει να πεθάνει είναι σε αυτόν που δεν υπάρχει και ποτέ δεν υπήρξε, εκτός ίσως στο εφήμερο των εμπορικών ΜΜΕ.

Μας είπε ήδη ο σύντροφός μας επικεφαλής και εκπρόσωπος του EZLN, ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές, ότι δολοφονώντας τον Γκαλεάνο, ή οποιονδήποτε από τους ζαπατίστας, οι από πάνω ήθελαν να δολοφονήσουν τον EZLN.

Όχι ως στρατό, αλλά ως έναν πεισματάρη εξεγερμένο που χτίζει και αναδεικνύει τη ζωή εκεί όπου αυτοί, οι από πάνω, επιθυμούν την έρημο των μεταλλευτικών, πετρελαϊκών, τουριστικών βιομηχανιών, το θάνατο της γης και όσων την κατοικούν και τη δουλεύουν.

Είπε ότι ήρθαμε ως Γενική Διοίκηση του Ζαπατιστικού Στρατού για την Εθνική Απελευθέρωση, για να ξεθάψουμε τον Γκαλεάνο.

Σκεφτόμαστε ότι είναι απαραίτητο να πεθάνει ένας από μας για να ζήσει ο Γκαλεάνο.

Και για να ικανοποιηθεί η αυθάδεια του θανάτου, στη θέση του Γκαλεάνο θα βάλουμε ένα άλλο όνομα, έτσι ώστε ο Γκαλεάνο να παραμείνει ζωντανός και ο θάνατος να φύγει όχι με μια ζωή αλλά μόνο με ένα όνομα, κάποια γράμματα χωρίς σημασία, χωρίς δική τους ιστορία, χωρίς ζωή.

Έτσι αποφασίσαμε ότι ο Μάρκος από σήμερα πρέπει να πάψει να υπάρχει.

Θα τον κρατούν από το χέρι η Σκιά ο Πολεμιστής, και το φωτάκι για μη χαθεί στο δρόμο, ο Δον Ντουρίτο θα πάει μαζί του, καθώς και ο Γερο Αντόνιο.

Δε πρόκειται να τον νοσταλγήσουν τα παιδιά που παλιά μαζεύονταν για να ακούσουν τις ιστορίες του, γιατί είναι ήδη μεγάλοι, έχουν κρίση και αγωνίζονται όπως αυτός και περισσότερο για την ελευθερία, τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη, που είναι το καθήκον κάθε ζαπατίστα.

Ο γατό-σκυλος, και όχι ένας κύκνος, θα τραγουδήσει το τραγούδι του αποχαιρετισμού.

Τέλος, όσοι καταλαβαίνουν θα ξέρουν ότι δε φεύγει αυτός που ποτέ δεν ήταν εδώ, δεν πεθαίνει αυτός που δεν έχει ζήσει.

Και ο θάνατος θα φύγει, εξαπατημένος από έναν ιθαγενή με το όνομα Γκαλεάνο στον αγώνα και θα περπατήσει ξανά σε αυτές τις πέτρες που έχουν τοποθετηθεί στον τάφο του και θα διδάξει, όποιον του το επιτρέψει, το βασικό του ζαπατισμού, δηλαδή, να μην ξεπουλιέται, να μην παραδίδεται, να μην υποχωρεί.

Α! Ο θάνατος! Σα να μην είναι προφανές ότι τους από πάνω τους απαλλάσσει από κάθε ευθύνη, πέρα από την πένθιμη προσευχή, η γκρίζα εκδήλωση τιμής, το στείρο άγαλμα, το εξουσιαστικό μουσείο.

Α, εμείς; Σε μας ο θάνατος υπόσχεται τη ζωή που εμπεριέχει.

Γι’ αυτό είμαστε εδώ, χλευάζοντας το θάνατο στην πραγματικότητα.

Σύντροφοι:

Λέγοντας όλα τα παραπάνω, στις 2:08 της 25ης Μαΐου 2014, στο νοτιοανατολικό μέτωπο της μάχης του EZLN, δηλώνω ότι παύει να υπάρχει ο γνωστός ως Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος, ο αυτοαποκαλούμενος «υποδιοικητής από ανοξείδωτο ατσάλι».

Αυτό.

Με τη φωνή μου δε θα μιλά πλέον η φωνή του Ζαπατιστικού Στρατού για την Εθνική Απελευθέρωση.

Αυτά. Υγεία και ποτέ ξανά… ή για πάντα, όποιος κατάλαβε θα ξέρει ότι δεν έχει πλέον ούτε είχε ποτέ σημασία.

Από τη ζαπατιστική πραγματικότητα.

Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος.

Μεξικό, 24 Μαΐου 2014.

Υ.Γ. 1. – «Game is over?»

Υ.Γ. 2.- Τσεκ ματ;

Υ.Γ. 3.- Τουσέ;

Υ.Γ. 4.- Έι! Συμμορία, σας βλέπω, στείλτε μου καπνό.

Υ.Γ. 5.- Μμμ.. έτσι είναι λοιπόν η κόλαση, να ο Piporro, o Pedro, o José Alfredo! Ορίστε, γιατί; Επειδή είμαστε φαλλοκράτες; Μπα, δεν νομίζω, εγώ ποτέ…

Υ.Γ. 6.- Δηλαδή, τώρα χωρίς την στολή του κλόουν, μπορώ να περπατώ γυμνός;

Υ.Γ. 7.- Έι, είναι πολύ σκοτεινά εδώ, χρειάζομαι ένα φωτάκι.

(…)

[Ακούγεται ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές να αναγγέλλει: «Λοιπόν, σύντροφοι, συντρόφισσες, θα ακούσουμε τα λόγια ενός άλλου συντρόφου»]

(ακούγεται μια φωνή εκτός σκηνής)

Μάρκος: Καλό ξημέρωμα συντρόφισσες και σύντροφοι. Το όνομά μου είναι Γκαλεάνο, Εξεγερμένος Υποδιοικητής Γκαλεάνο.

Υπάρχει κανείς άλλος εδώ που να λέγεται Γκαλεάνο;

(ακούγονται φωνές συνθήματα που λένε: εμένα με λένε Γκαλεάνο, είμαστε όλοι Γκαλεάνο)

Α, γι’ αυτό μου είπαν ότι όταν θα ξαναγεννιόμουν, θα γινόταν με τρόπο συλλογικό.

Ας είναι λοιπόν.

Καλό ταξίδι. Να προσέχετε, να μας προσέχετε.

Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού

Εξεγερμένος Υποδιοικητής Γκαλεάνο.

Μεξικό, Μάιος 2014

Σημειώσεις

[1] Στα ισπανικά compañeroa. Αναφέρεται στο τρίτο φύλο.

[2] Εννοεί τον ErnestoZedillo, πρόεδρο του Μεξικού από Δεκέμβριο του 1994 ως το Νοέμβριο του 2000. Υποστηρίχθηκε από το επί 70 χρόνια κυβερνών Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (PRI) και υπήρξε ο κύριος εκφραστής της παγκοσμιοποίησης στο Μεξικό. Η αιματηρή θητεία του χαρακτηρίζεται από διώξεις, δολοφονίες, επιθέσεις του στρατού (η δεύτερη μεγαλύτερη επίθεση μετά το 1995) και των παραστρατιωτικών, βιασμούς, εκτοπισμούς, απελάσεις αλληλέγγυων, καταστροφές κοινοτήτων. Σήμερα εργάζεται, μεταξύ άλλων, ως διευθυντής της Union Pacific Corporation, ενώ υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Coca Cola του Μεξικού. Συμμετέχει στην ομάδα Elders, που αποτελείται από πρώην ηγέτες κρατών που ασχολούνται με την «προώθηση της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

[3] Σε μια από τις ιστορίες του γέρο-Αντόνιο εμφανίζεται η μορφή του Μποτάν-Ζαπάτα (Votán-Zapata). Πρόκειται για το συγκερασμό δύο κορυφαίων προσώπων της ιστορίας του Μεξικού, του Μποτάν (ιθαγενής μυθική μορφή) και του Ζαπάτα, που ξαναγεννιούνται για να γίνουν «ο φύλακας και η καρδιά του λαού». «Είναι η τρυφερή λύσσα που οπλίζεται. Η άδικη ειρήνη που γίνεται πόλεμος. Ο θάνατος που γεννά. Η απελπισία που γίνεται ελπίδα. Ο πόνος που γελά. Η σιωπηλή κραυγή. Το δικό μας παρόν για ένα ξένο μέλλον. Τα πάντα για όλους, για μας τίποτε… Εμείς, ξεροκέφαλη αξιοπρέπεια… Κοκκινόμαυρη σημαία… Κόκκινο αστέρι».

[4] Ο Rafael Sebastián Guillén Vicente, το υποτιθέμενο πρόσωπο πίσω από την κουκούλα του Μάρκος, μεταξύ άλλων εργάστηκε και στη Βαρκελώνη, σε μεγάλο κατάστημα με την ονομασία CorteInglés.

[5] Παιχνίδι των λέξεων herrar που σημαίνει μαρκάρω με πυρωμένο σίδερο ένα ζώο – ή έναν άνθρωπο, κυρίως την εποχή της φεουδαρχίας – και errar που σημαίνει κάνω λάθος.

[6] Πρόκειται για το δεξιό Κόμμα Εθνικής Δράσης.

[7] Το 1995, εκδίδονται από το μεξικανικό κράτος εντάλματα σύλληψης εναντίον της Γενικής Διοίκησης του EZLN. Tότε, για πρώτη φορά, ανακοινώνεται από την εισαγγελία ότι το πρόσωπο πίσω από τον Εξεγερμένο Υποδιοικητή Μάρκος είναι ο Rafael Sebastián Guillén Vicente, καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του UNAM, της Πόλης του Μεξικού, από την πόλη Tampico, της πολιτείας Tamaulipas. Η υποτιθέμενη αναγνώριση του προσώπου πίσω από την κουκούλα του Μάρκος έγινε από προδότη και καταδότη, πρώην μέλος του EZLN, με βάση τις αποκαλύψεις του οποίου εκδόθηκαν τα εντάλματα σύλληψης και πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις αγωνιστών φιλοζαπατίστας στο Μεξικό.

[8] Πρόκειται για την αρχαία ονομασία της πόλης του San Cristóbal de las Casas.

[9] Carlos Salinas de  Gortari. Πρόεδρος του Μεξικού την περίοδο 1988-1994, υποστηριζόμενος από το επί 70 χρόνια κυβερνητικό κόμμα PRI (Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα). Το 1992 τροποποίησε το άρθρο 27 του συντάγματος καταργώντας, έτσι, το δικαίωμα στην κοινοτική γη, τα παραδοσιακά εχίδος, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από τις κατακτήσεις της μεξικανικής επανάστασης του 1910. Ήταν ο αρχιτέκτονας της ένταξης του Μεξικού στην Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου, γνωστή ως NAFTA.

[10] Enrique Peña Nieto, νυν πρόεδρος του Μεξικού και πρώην κυβερνήτης της Πολιτείας του Μεξικού. Υπεύθυνος για τη βίαιη εισβολή της αστυνομίας στην κοινότητα Atenco της πολιτείας του Μεξικού το 2006 και της βάναυσης καταστολής του Κινήματος Για την Υπεράσπιση της Γης, που είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία δύο αγωνιστών, τον τραυματισμό και τη σύλληψη εκατοντάδων αλλά και τον άγριο βασανισμό των συλληφθέντων, κυρίως των γυναικών που έζησαν τον εφιάλτη του βιασμού και των σεξουαλικών βασανιστηρίων.

[11] Carlos Slim Helu. Πρόκειται για τον πλουσιότερο άνθρωπο της λατινικής Αμερικής και 2οστην παγκόσμια κατάταξη. Έχει διάφορες επιχειρήσεις στον τομέα των επικοινωνιών, της ενημέρωσης και του ίντερνετ, μεταξύ άλλων.

[12] Emilio Azcárraga. Πρόεδρος και ιδιοκτήτης του επιχειρηματικού ομίλου Televisa, του μεγαλύτερου στον τομέα των ΜΜΕ στην Λατινική Αμερική. Επίσης ένας από τους πλουσιότερους της Λατινικής Αμερικής.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.